κροιός — (AM) μσν. κολοβός αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «νοσώδης, ἀσθενής». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με λιθουαν. kreivas, kraivas «καμπύλος, κυρτός» (πρβλ. κριός). Κατ άλλη άποψη, συνδέεται με τον τ. κεραΐζω «φονεύω» ή, κατ άλλους, με τη λ.… … Dictionary of Greek
кривой — крив м., крива ж., криво ср. р., укр. кривий, блр. крывы, др. русск., цслав. кривъ σκολιός, болг. крив, сербохорв. кри̑в, крива, кри̑во левый , словен. krȋv, kriva, чеш. křivy кривой, неправильный, лживый , слвц. krivy, польск. krzywy, в. луж.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κριός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 165 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου… … Dictionary of Greek
kreu-3, krou-s- — kreu 3, krou s English meaning: to push, hit, break Deutsche Übersetzung: ‘stoßen, schlagen, zerschlagen, brechen” Material: The unadjusted root perhaps in O.H.G. (h)riuwan “afflict, sadden, verdrießen”, Ger. reuen, O.E. hrēowan… … Proto-Indo-European etymological dictionary